
ADVENDURE is the leading web portal in Greece about Mountain Running, Adventure, Endurance and other Mountain Sports
info@advendure.com
Στις 27 Ιουνίου 1911 τρεις εξερευνητές, ο Apsley Cherry Garrard, ο Edward Adrian Wilson και ο Henry Robertson Bowers ξεκίνησαν ένα ταξίδι από το στενό του McMurdo της Ανταρκτικής προς το ακρωτήρι Κρόζιερ, την περιοχή που εκκολάπτονται τ' αυγά των αυτοκρατορικών πιγκουίνων. Σκοπός τους ήταν να αποσπάσουν μερικά αυγά και να τα φέρουν πίσω στην Αγγλία προς όφελος της επιστήμης. Εκείνη την εποχή επικρατούσε η θεωρία ότι στο έμβρυο εγγράφονται όλα τα στάδια της εξέλιξης του είδους (recapitulation theory). Πίστευαν ότι η μελέτη των αυγών θα αποκάλυπτε πολύτιμες πληροφορίες για τη σχέση μεταξύ ερπετών και πουλιών.
Η αποστολή τους κράτησε έξι εβδομάδες μέσα σε συνθήκες πολικού ψύχους με θερμοκρασίες που έπεφταν κάτω από τους 60 βαθμούς Κελσίου. Μία πορεία ανάμεσα σε ρήγματα, κακοτράχαλες κορυφογραμμές από πάγο και αδυσώπητες χιονοθύελλες. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες όπου ακόμη και η παραμικρή έκθεση στο κρύο, ακόμη και για λίγα δευτερόλεπτα, προκαλούσε αμέσως κρυοπαγήματα. Ένα ελαφρύ αεράκι ήταν ικανό να μετατρέψει τα ρούχα σε άκαμπτες πανοπλίες. Στις σημειώσεις που κρατούσε ο Cherry Garrard (ο συγγραφέας του βιβλίου), αν έκανε το λάθος να εκπνεύσει πάνω στο χαρτί, εκείνο πάγωνε και δεν έπιανε πάνω του το μολύβι. Η παραμικρή επαφή με μέταλλο έψυχε την επιδερμίδα, προκαλούσε φουσκάλες ενώ το υγρό μέσα τους πάγωνε ακαριαία. Και όλα αυτά μέσα στο σκοτάδι αφού ο ήλιος δεν εμφανίζεται στην Ανταρκτική κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Το ταξίδι στέφθηκε με επιτυχία και κατάφεραν να αποσπάσουν τρία αυγά. Ωστόσο, τα τρία χρόνια που διέμειναν στην Ανταρκτική (1910 1913), η επιστημονική θεωρία χάριν της οποίας είχαν πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι, είχε ήδη αρχίσει να εγκαταλείπεται ως λανθασμένη καθιστώντας την περιπέτειά τους μάταιη. Φυσικά εκείνοι δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζουν αφού δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Μετά την αποστολή τους, τον φθινόπωρο του 1911 ξεκίνησε ο επικεφαλής της εξερευνητικής αποστολής Robert Falcon Scott μαζί με την ομάδα του την πορεία για την κατάκτηση του νότιου πόλου. Ο Apsley Cherry Garrard συμμετείχε υποστηρικτικά στην αποστολή όχι όμως και στην ομάδα που εκτέλεσε το τελευταίο τμήμα του ταξιδιού. Τον Ιανουάριο του 1912 (καλοκαίρι στην Ανταρκτική) η αποστολή του Scott τα κατάφερε. Έχασε όμως την κούρσα αφού τους πρόλαβαν οι Νορβηγοί (Ronald Amundsen) οι οποίοι είχαν φτάσει πέντε βδομάδες νωρίτερα. Στην επιστροφή έχοντας να διανύσουν 1300 χιλιόμετρα, ο Scott και οι άλλοι δύο εξερευνητές που είχαν απομείνει (είχαν χάσει ήδη δύο) καθηλώθηκαν στο αντίσκηνό τους από μία χιονοθύελλα και λύγισαν κάτω από τις ακραίες καιρικές συνθήκες, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κοντινότερο σημείο γεμάτο με προμήθειες που ήταν ικανές να τους κρατήσουν στη ζωή (one ton depot). Μία δεύτερη, υποστηρικτική ομάδα, στην οποία συμμετείχε ο Apsley Cherry Garrard, περίμενε σε εκείνο το σημείο, δεν υπήρχε όμως τρόπος επικοινωνίας για να γνωρίζει που βρίσκονται. Οι μέρες περνούσαν και κατάλαβαν ότι τα μέλη της αποστολής δε θα μπορούσαν να έχουν επιβιώσει. Τους άτυχους εξερευνητές τους βρήκαν οκτώ μήνες μετά.
Αρχές του 1913 τα εναπομείναντα μέλη της αποστολής επέστρεψαν σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό αφού ξεσπούσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Πολλοί κατέκριναν τον Garrard για το ότι δεν αναζήτησε τον Scott, ανεξάρτητα από τις ακραίες συνθήκες που επικρατούσαν, όπως επίσης και για το μάταιο της αποστολής που είχε προηγηθεί τον προηγούμενο χειμώνα. Ποτέ δεν κατάφερε να εγκλιματιστεί ξανά στον πολιτισμό και δέκα χρόνια αργότερα έγραψε το “The Worst Journey in the World”, όπου περιγράφει τα γεγονότα εκείνα τα τρία χρόνια που πέρασε στην Ανταρκτική. Προσπάθησε με αυτόν τον τρόπο να ξορκίσει τους δαίμονές του. Ωστόσο η κατάσταση της ήδη κλονισμένης υγείας του χειροτέρευε ενώ δεν ξεπέρασε ποτέ τις ενοχές του. Πέθανε στις 18 Μαίου του 1959.
Το βιβλίο του: “The worst Journey in the World” αποτελεί ένα από τα ομορφότερα δείγματα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Το κεφάλαιο στο οποίο περιγράφει το χειμερινό ταξίδι προς τους αυτοκρατορικούς πιγκουίνους ονόμασε ως “Το χειρότερο ταξίδι του κόσμου” που αποτελεί και τον τίτλο του βιβλίου. Τρεις άνθρωποι που φτάνουν στα όρια τους αντιμετωπίζοντας ένα από τα πιο αφιλόξενα μέρη του πλανήτη, σέρνοντας έλκηθρα στο σκοτάδι, ανάμεσα σε ρήγματα έτοιμα να τους καταπιούν, με εξοπλισμό που σήμερα μοιάζει πρωτόγονος και με ένα μάταιο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, στόχο. Σημασία όμως έχει ότι το κίνητρό τους ήταν η απόκτηση καινούργιας γνώσης προς όφελος της επιστήμης. Επέλεξαν να πραγματοποιήσουν εκείνο το ταξίδι και κατάφεραν να επιβιώσουν. Έζησαν μία εμπειρία που δεν έχει ζήσει κανείς άνθρωπος ποτέ, ούτε πρόκειται να ξαναζήσει αφού πλέον η τεχνολογία καθιστά την εξερεύνηση των αχανών, παγωμένων εκτάσεων της Ανταρκτικής μάλλον εύκολη υπόθεση. Άλλωστε κάθε εμπειρία είναι μοναδική αφού αναφέρεται πάντα στο πλαίσιο και στις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε και βιώθηκε.
Για τους παραπάνω λόγους βρίσκω το χειμερινό ταξίδι του Apsley Cherry Garrard συναρπαστικό. Αποφάσισα λοιπόν να το μεταφράσω και να το διαθέσω ελεύθερα σε όποιον θα ήθελε να απολαύσει αυτό το εξαιρετικό δείγμα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.
Μετάφραση στα ελληνικά του Κεφαλαίου ΧΙΙ:
“The Winter Journey” του βιβλίου:
“The Worst Journey In The World”
22 Ιουνίου 1911 Χειμερινό ηλιοστάσιο.
Μία δύσκολη βραδιά. Η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη. Οι ατσάλινες μύτες των αστεριών τρυπούν τον ουρανό που έχει ένα σκούρο μπλε χρώμα, τόσο σκούρο που μοιάζει μαύρο. Οι παγετώνες αστράφτουν σαν να ήταν φτιαγμένοι από ασήμι. Το χιόνι τρίζει και υποχωρεί με έναν υπόκωφο γδούπο κάτω από το βάρος των βημάτων σου. Και πάνω απ’όλα, το ένα κύμα μετά το άλλο, το βόρειο σέλας πέφτει σαν μία κουρτίνα που αγκαλιάζει τον ουρανό. Το βλέπεις να ξεθωριάζει και ξαφνικά μία δέσμη από έντονο φως ξεπηδά. Ανεβαίνει ψηλά σχηματίζοντας μία πύλη από κάτωχρο πράσινο μέσα στο πορτοκαλί. Μία ουρά από φλεγόμενο χρυσό. Έπειτα κατεβαίνει ξανά, χάνεται δίνοντας τη θέση της σε φωτεινές δέσμες που σηκώνονται μεγαλόπρεπες πίσω από το όρος Έρεβος. Για άλλη μία φορά, πέφτει το πέπλο της κατάνυξης:
Εδώ στον θορυβώδη αργαλειό του χρόνου, υφαίνω το ένδυμα που φορούν οι Θεοί.
Μέσα στην καλύβα επικρατεί μία ξέφρενη γιορτή. Είμαστε όλοι χαρούμενοι και γιατί όχι; Ο ήλιος γυρίζει χωρίς να εμφανίζεται σε εμάς καθόλου. Μία τέτοια μέρα συμβαίνει μία φορά το χρόνο!1
Μετά το δείπνο έπρεπε να βγάλουμε λόγους, αλλά αντί για λόγο ο Μπάουερς έφερε ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο κατασκευασμένο από μπαμπού και ένα πέδιλο σκι με φτερά δεμένα στην άκρη κάθε κλαδιού. Κεριά, γλυκά, αποξηραμένα φρούτα και τα πιο παράξενα παιχνίδια που ανήκαν στον Μπιλ. Ο Τίτος κρατούσε τρία πράγματα που τον διασκέδαζαν απίστευτα, ένα σφουγγάρι, μία σφυρίχτρα και ένα παιδικό όπλο που εκτόξευε μία σφαίρα από φελλό όταν πατούσε τη σκανδάλη. Για το υπόλοιπο απόγευμα πήγαινε σε όλους και τους ρωτούσε αν ιδρώνανε. “‘Οχι,” απαντούσαν. “Ναι!” τους έλεγε αυτός και σκούπιζε τη μούρη τους με το σφουγγάρι. “Θα πρέπει να πέφτετε κάτω όταν σας πυροβολάω,” μου είπε κάποια στιγμή και άρχισε να πυροβολεί τους πάντες. Κατά διαστήματα φυσούσε δυνατά τη σφυρίχτρα του.
Χόρευε Lancer με τον Άντον, και ο Άντον, του οποίου η ικανότητά του στο χορό θα έκανε ακόμη και το Ρωσικό μπαλέτο να ντρέπεται, απολογούνταν συνεχώς επειδή δε μπορούσε να πιάσει τα βήματα. Ο Πόντινγκ έδωσε μία διάλεξη με διαφάνειες που είχε φτιάξει απ’όταν φτάσαμε, πολλές από τις οποίες είχε χρωματίσει ο Μίερς. Όταν μας έδειξε μία τέτοια, ένας από εμάς φώναξε: “Ποιος το χρωμάτισε αυτό;” και ένας άλλος κραύγασε: “Ο Μίερς!” κι έπειτα έγινε χαμός. Ήταν αδύνατο για τον Πόντιγκ να μιλήσει. Ήπιαμε ποντς από γάλα όταν ο Σκοτ πρότεινε τη σύνθεση της ανατολικής ομάδας2 και ο Κλίσολντ, ο μάγειρας, πρότεινε κλασσικό παραδοσιακό γάλα. Ο Τίτος φύσηξε μακριά την μπαλίτσα από το παιδικό του όπλο. “Την έστειλα στο κυανό Πως θα το έλεγε ο Όμηρος; στο κυανό γαλάζιο δηλαδή στο Έρεβος”. Καθώς γύρισε είπε: “Τσέρι3, είσαι υπεύθυνος άνθρωπος;” και όταν απάντησα “Ναι”, φύσηξε δυνατά τη σφυρίχτρα του. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν ότι ξύπνησε τον Μίερς για να τον ρωτήσει αν ήταν συναισθηματικά απών.
Ήταν μία απίθανη βραδιά.
Πέντε μέρες μετά τρεις άνθρωποι, ένας εκ των οποίων σίγουρα φοβόταν λιγάκι, στέκονται λαχανιασμένοι και ιδρωμένοι έξω από τον πορθμό του Μακ Μέρντο. Έχουν δύο έλκηθρα, το ένα δεμένο πίσω από το άλλο φορτωμένα μέχρι πάνω με υπνόσακους και εξοπλισμό κατασκήνωσης, προμήθειες για έξι εβδομάδες και ένα κασόνι γεμάτο με επιστημονικά εργαλεία για πάστωμα και διατήρηση. Επιπλέον μία αξίνα, χειμερινά πιολέ, ένα σχοινί αλπικού τύπου, ένα μεγάλο κομμάτι από πράσινη αδιάβροχη λινάτσα4 και λίγα σανίδια.“Μπιλ, γιατί παίρνετε όλο αυτό το πετρέλαιο;”, απόρησε ο Σκοτ όταν πριν δύο ώρες είδε τα έξι μπιτόνια που ήταν στοιβαγμένα στο δεύτερο έλκηθρο. Το βάρος των εκατόν δεκαπέντε κιλών για τον καθένα μας ήταν τεράστιο. Ήταν μεσημέρι αλλά ήταν πίσσα σκοτάδι και σίγουρα δεν είχε ζέστη.
Καθώς ξεκουραζόμασταν το μυαλό μου ανέτρεξε στο σκονισμένο, σκοτεινό γραφείο στη οδό Βικτόρια περίπου δεκαπέντε μήνες πριν. “Θέλω να έρθεις,” μου είπε ο Ουίλσον και πρόσθεσε: “Θέλω να πάω στο ακροτήρι Κρόζιερ το χειμώνα για να δουλέψω πάνω στην εμβρυολογία των αυτοκρατορικών πιγκουίνων, αλλά δε θέλω να λέω και πολλά, μπορεί να μη γίνει το ταξίδι”. Σίγουρα αυτό ήταν πολύ καλύτερο από τη ζωή στο γραφείο στην οδό Βικτόρια. Οι γιατροί όμως δε μου επέτρεπαν να πάω, διότι πέρα από τα τρία μέτρα έβλεπα τους ανθρώπους σαν κινούμενες ακαθόριστες μορφές. Ο Μπιλ όμως μίλησε στον Σκοτ και είπαν ότι θα μπορούσα να έρθω αν ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος για το έξτρα ρίσκο που απαιτούσε η αποστολή. Εκείνη την περίοδο δε θα έλεγα όχι για κανένα λόγο.
Μετά το ταξίδι όπου στήναμε τις αποθήκες με τα εφόδια, στο Χατ Πόιντ5, περπατώντας σε εκείνη την κτηνώδη, γλιστερή, παγωμένη πλαγιά όπου πάντα φανταζόμουν ότι κάποια στιγμή θα με οδηγούσε και θα με άφηνε για πάντα στη θάλασσα, ο Μπιλ με ρώτησε αν θα τον ακολουθούσα. Και επιπλέον ποιον θα επιλέγαμε για τον τρίτο της αποστολής. Δεν υπήρχε αμφιβολία ποιον θέλαμε και έτσι το ίδιο απόγευμα ρωτήσαμε τον Μπάουερς. Φυσικά ξετρελάθηκε που το άκουσε. Έτσι λοιπόν το κλείσαμε. “Η χειμωνιάτικη αποστολή είναι κάτι καινούργιο και παράτολμο,” έγραψε ο Σκοτ στο καταφύγιο εκείνο το βράδυ, “αλλά δε φοβάμαι γιατί οι κατάλληλοι άνθρωποι θα το αποτολμήσουν”.
Δε ξέρω. Δε μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία για τον Μπιλ και τον Μπέρντι6. Πιθανότατα ο Λάσλεϋ να ήταν πιο κατάλληλος για τρίτος, αλλά ο Μπιλ ήταν προκατειλημμένος ενάντια στους ναυτικούς για ένα τέτοιο ταξίδι. “Δε φροντίζουν τον εαυτό τους και δεν προσέχουν τα ρούχα τους”. Αλλά ο Λάσλεϋ ήταν περίφημος. Αν έπαιρνε ο Σκοτ μόνο μία τετραμελή ομάδα και τον Λάσλεϋ στο νότιο πόλο ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Γιατί αυτή αποστολή; Γιατί το έμβρυο του αυτοκρατορικού πιγκουίνου είναι τόσο σημαντικό για την επιστήμη; Γιατί τρεις λογικοί, σώφρονες εξερευνητές αποφάσισαν να τραβούν έλκηθρα το βράδυ προς ένα ακρωτήρι, που το έχει επισκεφθεί άνθρωπος μόνο την ημέρα και ακόμη και τότε με τεράστια δυσκολία;
Έχω εξηγήσει πιο εμπεριστατωμένα στην εισαγωγή του βιβλίου τη γνώση που κατείχε τότε ο κόσμος για τον αυτοκρατορικό πιγκουίνο, κυρίως από τις προσπάθειες του Γουίλσον. Αλλά ο βασικός λόγος είναι ότι ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι πιθανώς το πιο αρχαίο είδος πουλιού που δεν έχει εξαφανιστεί. Γι’αυτό η εμβρυολογία το καθιστά τόσο σημαντικό. Το έμβρυο εμπεριέχει πληροφορίες από τα εξελικτικά στάδια του ζώου. Συνοψίζει τις παλιότερες ζωές του. Το έμβρυο του αυτοκρατορικού πιγκουίνου μπορεί να αποδειχθεί ο χαμένος κρίκος στην αλυσίδα μεταξύ των πτηνών και των ερπετών από τα οποία τα πτηνά εξελίχθηκαν7. Μόνο ένα μέρος έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στο οποίο γεννούν τ’αυγά τους οι αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι και αυτό βρίσκεται πάνω στην παγωμένη θάλασσα σε ένα μικρό κόλπο στα σύνορα του φράγματος8 της παγωμένης θάλασσας στο ακρωτήρι Κρόζιερ.
Χιλιόμετρα πάγου υπό τρομακτική πίεση από τους παγετώνες της Ανταρκτικής περιστοιχίζει το ακρωτήρι. Νεογνά έχουν βρεθεί εκεί τον Σεπτέμβρη και ο Ουίλσον πίστευε ότι τα αυγά θα πρέπει να είχαν γεννηθεί αρχές Ιουλίου. Έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε μετά το μεσοχείμωνο με προορισμό τις φωλιές των πιγκουίνων. Την πιο παράξενη αποστολή που έχει αποτολμήσει ή που πρόκειται ν’αποτολμήσει ποτέ άνθρωπος.
Ο αέρας πάγωνε στα ρούχα μας και αναγκαστήκαμε να προχωρήσουμε. Δεν φαινόταν τίποτα εκτός από μία μαύρη κηλίδα στα αριστερά μας που ήταν το ακρωτήρι που είχαμε ονομάσει: “Το κεφάλι του Τούρκου”9. Όταν αυτή εξαφανίστηκε γνωρίζαμε ότι είχαμε περάσει το κομμάτι του παγετώνα που εξείχε σαν μία γλώσσα, η οποία αδιόρατη από εκεί που ήμασταν έκρυβε τα βράχια από πίσω της. Τότε αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε για μεσημεριανό.
Αυτή η πρώτη κατασκήνωση παραμένει έντονη στη μνήμη μου διότι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει να κατασκηνώνεις στο σκοτάδι. Δε γνωρίζαμε ακόμη τις αδυσώπητες θερμοκρασίες που μας περίμεναν σε λίγες μέρες...Ο αέρας ήταν αρκετός για να μας αναγκάσει να βιαστούμε. Κάτω το μποντριέ10, κάθε ένας να κρατάει μία άκρη από τα λουριά, γρήγορα το μουσαμά, τα σακίδια πάνω του για να τον συγκρατούν, άπλωμα τις μπαλένες από μπαμπού, εσωτερικό ύφασμα του αντίσκηνου, κράτα τα γερά Τσέρυ πέρασμα από πάνω του εξωτερικού καλύμματος, χιόνι γύρω από τη σκηνή για να μην τη σηκώνει ο αέρας και γρήγορα μέσα στο καμινέτο με ένα κερί και ένα κουτί σπίρτα.
Αυτή ήταν η ρουτίνα μας. Έτσι είχαμε συνηθίσει, μέρα νύχτα όταν ο ήλιος ήταν ψηλά ή ίσα που βασίλευε για να ανέβει ξανά ψηλά στον ουρανό11. Τραβούσαμε τα έλκηθρα στο φράγμα12 άνοιξη καλοκαίρι φθινόπωρο. Βγάζαμε τα χέρια μας από τα γάντια όταν ήταν απαραίτητο. Υπήρχε αρκετός χρόνος για να ζεσταθούν. Εκείνες τις ημέρες περηφανευόμασταν που καταφέρναμε να βράσουμε νερό για το τσάι σε είκοσι μόλις λεπτά αφού είχαμε βγάλει τα μποντριέ μας. Όποιος δεν έβγαζε τα γάντια του θεωρείτο ότι ήταν δειλός και αργός.
Αλλά τώρα δεν ήταν το ίδιο. “Πρέπει να κάνουμε λίγο πιο αργά,” είπε ο Μπιλ, “και πρέπει να συνηθίσουμε να δουλεύουμε στο σκοτάδι”. Τότε, θυμάμαι, ότι προσπαθούσα ακόμη να φοράω τα γυαλιά μου. Περάσαμε εκείνη τη βραδιά στην παγωμένη θάλασσα, ανακαλύπτοντας ότι ήμασταν μακριά προς τη μεριά του Κάστλ Ροκ13. Μόλις το επόμενο απόγευμα καταφέραμε να φτάσουμε στο Χατ Πόιντ. Μιλάω για την μέρα και τη νύχτα, σαν να μην ήταν το ίδιο. Όταν καταλάβαμε ότι δε μπορούσαμε να δουλέψουμε στα χρονικά όρια της 24ωρης ημέρας, αποφασίσαμε να προχωρούμε σαν να μην υπήρχε μία τέτοια σύμβαση, αφού στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Είχαμε συνειδητοποιήσει ότι το μαγείρεμα σε τέτοιες συνθήκες θα ήταν άσχημη δουλειά και επομένως ο κανόνας μας να μαγειρεύουμε εναλλάξ ανά εβδομάδα θα ήταν δυσβάσταχτο. Αποφασίσαμε λοιπόν ο μάγειρας να αλλάζει κάθε μέρα. Για φαγητό είχαμε αποξηραμένο κρέας14, μπισκότα και βούτυρο. Πίναμε τσάι και ζεστό νερό για να ξεχνιόμαστε.
Καθώς φύγαμε από το Χατ Πόιντ εκείνο το απόγευμα τραβήξαμε τα τρίμετρα έλκηθρά μας με χαρακτηριστική άνεση. Ήταν το πρώτο και μοναδικό καλό, άνετο τράβηγμα που θα είχαμε για το υπόλοιπο της αποστολής. Κινηθήκαμε γύρω από το ακρωτήρι Άρμιταζ και βάλαμε ρότα για ανατολικά. Γνωρίζαμε ότι η άκρη του φράγματος ήταν μπροστά μας και ότι το σπάσιμο της παγωμένης θάλασσας είχε αφήσει στην άκρη της κατακόρυφα, κάθετα βράχια από πάγο. Έπρεπε λοιπόν να βρούμε κάποιο μέρος όπου το χιόνι είχε σχηματίσει κάποιο σωρό. Ευτυχώς το βρήκαμε σύντομα αλλά φύσηξε ταυτόχρονα ένας κοφτερός, ψυχρός αέρας από το παγωμένο φράγμα προς τη θερμότερη, παγωμένη θάλασσα. H θερμοκρασία ήταν στους 43. Ήμουν πολύ χαζός που έβγαλα τα γάντια μου για να τραβήξω τα σχοινιά και να φέρω όρθια τα έλκηθρα. Και τα δέκα μου δάχτυλα έπαθαν κρυοπαγήματα. Δεν επανήλθαν παρά μόνο το βράδυ όταν ήμασταν μέσα στη σκηνή μας για το γεύμα μας.
Μέσα σε λίγες ώρες είχα δύο, τρεις μεγάλες φουσκάλες δυόμισι εκατοστά η κάθε μία. Ο πόνος ήταν φρικτός για πολλές μέρες ακόμη. Εκείνο το βράδυ είχαμε κατασκηνώσει περίπου οκτακόσια μέτρα από την άκρη του φράγματος. Η θερμοκρασία ήταν στους 49 βαθμούς Κελσίου. Ήταν πολύ άσχημα. Χαιρόμασταν που βγαίναμε τρέμοντας από τους υπνόσακους το επόμενο πρωί (29 Ιουνίου). Αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε, όπως πολύ καλά καταλάβαμε αργότερα, ότι η καλύτερη ώρα του εικοσιτετράωρου ήταν το πρωινό, διότι τότε με αρκετή τύχη δεν θα έπρεπε να ξαναμπούμε στους υπνόσακους για τις επόμενες δεκαεπτά ώρες.
Θα πρέπει να ξαναζήσει κανείς τον τρόμο των δεκαεννέα ημερών που απαιτήθηκαν για να πάμε από το ακρωτήρι Έβανς στο ακρωτήρι Κρόζιερ για να καταλάβει τι περάσαμε. Και οποιοσδήποτε το επιχειρούσε θα ήταν ανόητος. Δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί. Οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν συγκριτικά μία ευτυχία, όχι επειδή οι συνθήκες ήταν καλύτερες ήταν πολύ χειρότερες αλλά επειδή είχαμε γίνει αδιάφοροι και αναίσθητοι. Κάποια στιγμή είχα φτάσει να υποφέρω τόσο που δε με ένοιαζε τίποτα, μόνο να πεθάνω χωρίς πολύ πόνο. Μιλούν για τον ηρωισμό του θανάτου. Δεν έχουν ιδέα. Ο θάνατος ήταν πανταχού παρόν. Μία μεγαλύτερη δόση μορφίνης, μία φαινομενικά ακίνδυνη σχισμή στον πάγο, ένας γλυκός ύπνος. Τα δύσκολα είναι όταν πρέπει να συνεχίσεις. Ήταν το σκοτάδι. Δεν πιστεύω ότι οι 59 θα ήταν τόσο άσχημα στο φως της ημέρας, όπου μπορούσες να δεις πού πηγαίνεις, πού πατάς, πού είναι οι ιμάντες, το μαγειρικά σκεύη, το φαγητό. Όπου θα μπορούσες να δεις τα βήματά σου στο μαλακό χιόνι για να γυρίσεις πίσω στα πράγματά σου. Στο φως θα μπορούσες να δεις τα λουριά από τις τσάντες φαγητού, να διαβάσεις την πυξίδα χωρίς να ψάξεις σε τρία τέσσερα κουτιά για να βρεις ένα στεγνό σπίρτο, να δεις το ρολόι σου μήπως είχε έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα να βγεις από τον υπνόσακό σου χωρίς να ψηλαφείς το χιόνι τριγύρω σου. Όπου δεν θα σου έπαιρνε πέντε λεπτά για να σηκώσεις πρόχειρα την πόρτα της σκηνής και πέντε ώρες για να ξεκινήσεις το πρωί.
Εκείνες τις ημέρες δεν μας έπαιρνε ποτέ λιγότερο από τέσσερις ώρες από τη στιγμή που ο Μπιλ φώναζε “Ώρα να σηκωθούμε” μέχρι τη στιγμή που φορούσαμε τα μποντριέ μας. Χρειάζονταν δύο άτομα για να βοηθήσουν τον τρίτο να φορέσει το μποντριέ του γιατί οι ιμάντες και τα ρούχα ήταν όλα παγωμένα και μερικές φορές ούτε καν δύο άντρες δε μπορούσαν να τα λυγίσουν στο κατάλληλο σχήμα.
Το πρόβλημα ήταν ο ιδρώτας και η αναπνοή. Ποτέ δεν είχα καταλάβει μέχρι τότε πόσο πολύ ποσότητα εξέρχεται από τους πόρους του δέρματος. Τις χειρότερες μέρες, όταν έπρεπε να κατασκηνώσουμε πριν τελειώσουμε μία τετράωρη πορεία έτσι ώστε να επαναφέρουμε τα παγωμένα μας πόδια, μάλλον έπρεπε να ιδρώναμε. Όλος αυτός ο ιδρώτας, αντί να διέρχεται από τους πόρους των μάλλινων ρούχων μας και σταδιακά να εξατμίζεται, πάγωνε και μάζευε πάνω τους. Έβγαινε από το δέρμα μας και μετατρεπόταν σε πάγο. Έπεφτε πάγος και χιόνι από τα παντελόνια μας καθώς τα τινάζαμε για να βγάλουμε τον εξοπλισμό από τα πόδια μας. Θα έπεφτε και από τις βέστες15 και τα πουλόβερ μας αν γινόταν βέβαια να γδυθούμε. Αλλά όταν μπαίναμε μέσα στους υπνόσακούς μας, αν ήμασταν τυχεροί, ζεσταινόμασταν αρκετά κατά τη διάρκεια της νύχτας έτσι ώστε να λιώνει ο πάγος. Ένα μέρος έμενε πάνω στα ρούχα μας και το υπόλοιπο το απορροφούσε ο υπνόσακος. Σύντομα και τα δύο γινόντουσαν σαν πανοπλία.
Όσο για την αναπνοή, την ημέρα καλυπτόταν το κάτω μέρος του προσώπου μας από πάγο και συγκολλούνταν οι μπαλακλάβες μας με τα πρόσωπά μας. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσουμε να τις βγάλουμε μέχρι το καμινέτο να λειτουργήσει για αρκετή ώρα και μόνο τότε μπορούσες να εκπνεύσεις χωρίς το φόβο να παγώσει η ανάσα σου όπου ακουμπήσει. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν όταν έμπαινες μέσα στον υπνόσακο γιατί είχε πολύ κρύο για να μπορέσεις να αφήσεις ανοιχτό ένα άνοιγμα για να αναπνέεις. Το αποτέλεσμα ήταν όλο το βράδυ η ανάσα μας να παγώνει πάνω στο δέρμα μας ενώ ανασαίναμε όλο και πιο βαριά αφού αφού ο αέρας γινόταν όλο και πιο βρωμερός. Δε γινόταν με τίποτα να ανάψουμε ένα σπίρτο μέσα στον υπνόσακο, τόσο λίγο οξυγόνο υπήρχε.
Φυσικά δεν παγώναμε με τη μία. Περνούσαν αρκετές μέρες που συνέβαιναν αυτά μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα. Μία μέρα βγήκα από το αντίσκηνο έτοιμος να αρχίζω να μαζεύω τα πράγματα της κατασκήνωσης και πριν το καταλάβω βρέθηκα με το κεφάλι παγωμένο. Είχαμε φάει το πρωινό μας, είχαμε βάλει με δυσκολία το εξοπλισμό μας στα πόδια μας και είμασταν έτοιμοι να βγούμε έξω. Με το που βγήκα σήκωσα το κεφάλι μου να δω τριγύρω. Τα ρούχα μου πάγωσαν εκεί που στεκόμουν. Σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Για τις επόμενες τέσσερις ώρες έπρεπε να συνεχίσω να τραβάω το έλκηθρο με το κεφάλι σηκωμένο ψηλά. Από τότε όταν βγαίναμε από το αντίσκηνο φέρναμε το κεφάλι μας σε στάση “τραβήγματος” για να μην πάθει κανείς ξανά το ίδιο.
Είχαμε καταλάβει πλέον ότι έπρεπε να τροποποιήσουμε τη ρουτίνα μας με το τράβηγμα των έλκηθρων και να κάνουμε τα πάντα πιο αργά φορώντας τα γούνινα γάντια μας πάνω από τα μάλλινα όταν ήταν αυτό δυνατόν. Πρωτίστως όμως έπρεπε πάντα πάντα - να σταματάμε οτιδήποτε κάναμε και να επαναφέρουμε την κυκλοφορία στο αίμα αν νιώθαμε ότι κάποιο μέρος του σώματος μας έχει παγώσει. Από εκεί κι έπειτα ήταν πολύ συνηθισμένο για κάποιον από εμάς να αφήνει τους άλλους δύο και να χτυπάει τα πόδια στο χιόνι ή τα χέρια του για να επαναφέρει τα εκτεθειμένα μέρη του σώματός του που είχαν παγώσει. Δε μπορούσαμε όμως να επαναφέρουμε την κυκλοφορία του αίματος με αυτό τον τρόπο. Ο μόνος τρόπος Αν ένας από εμάς δεν μπορούσε να περπατήσει οι υπόλοιποι θα αντιμετώπιζαν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Πιθανότατα θα ήταν το τέλος μαςήταν να κατασκηνώσουμε και να πιούμε λίγο ζεστό νερό πριν βγάλουμε τον εξοπλισμό από τα πόδια μας. Το δύσκολο ήταν να καταλάβουμε αν τα πόδια μας ήταν παγωμένα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν τα νιώθαμε. Οι ιατρικές γνώσεις του Ουίλσον βοήθησαν πάρα πολύ. Πολλές φορές έπρεπε να αποφασίσει αν θα κατασκηνώναμε ή αν θα συνεχίζαμε για άλλη μία ώρα βασισμένος στην περιγραφή μας για το πώς νιώθαμε. Μία λάθος απόφαση μπορούσε να σημαίνει καταστροφή. Αν ένας από εμάς δεν μπορούσε να περπατήσει οι υπόλοιποι θα αντιμετώπιζαν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Πιθανότατα θα ήταν το τέλος μας.
Στις 29 Ιουνίου η θερμοκρασία ήταν 46 όλη την ημέρα. Ένα ψυχρό αεράκι που συχνά πυκνά φύσαγε μας έκανε κρυοπαγήματα στο πρόσωπο και στα χέρια. Τα δύο έλκηθρα ήταν τόσο βαριά και το έδαφος τόσο δύσβατο που είχαν μετατρέψει το βηματισμό μας σε ένα βασανιστήριο. Όταν κατασκηνώσαμε ο Ουίλσον είχε πάθει κρυπαγήματα στη φτέρνα και στο πέλμα και εγώ σε δύο δάχτυλα του ποδιού μου. Ο Μπάουερς ποτέ δεν είχε διαμαρτυρηθεί για κρυπαγήματα στα πόδια.
Εκείνη τη νύχτα είχε πραγματικά πολύ κρύο. Η θερμοκρασία είχε πέσει στους 55 και το πρωινό ήταν στους 48 στις 30 Ιουνίου. Δεν είχαμε βάλει το πουπουλένιο εσωτερικό των υπνόσακών μας για να το κρατήσουμε στεγνό όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο γούνινός μου υπνόσακος ήταν αρκετά μεγάλος, πιο μεγάλος απ’ότι χρειαζόμουν και συνεπώς ήταν πιο δύσκολο να εξατμισθεί η υγρασία. Από την άλλη ήταν πιο ανθεκτικός καθώς δεν άνοιγε όπως του Μπάουερς.
Πλησιάζαμε στον ψυχρό κόλπο μεταξύ του ακρωτηρίου Χάτ Πόιντ και στο σημείο Τέρορ16. Ήταν γνωστό από τις μέρες του Ντισκάβερυ ότι οι άνεμοι από το παγωμένο φράγμα εκτρέπονται σε αυτό το σημείο προς τη θάλασσα του Ρος στο ακρωτήρι Κρόζιερ. Όταν φυσάει ψυχρός άνεμος πάνω στο χιονισμένο έδαφος, παγώνει το χιόνι, σκληραίνει και γυαλίζει η επιφάνεια. Σε εκείνο το μέρος όμως δε φυσούσε με αποτέλεσμα το κρυσταλλωμένο χιόνι να είναι αμμουδερό. Το τράβηγμα του έλκηθρου σε ένα τέτοιο τερέν ήταν πραγματικός εφιάλτης. Έχω αναφέρει ξανά για επιφάνειες όπου το κρύο είναι τόσο έτσι ώστε το μαλακό χιόνι να συσσωρεύεται μπροστά στο έλκηθρο. Τα πόδια μας βυθίζονταν μέσα στο χιόνι. Τέτοιες ήταν οι συνθήκες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε...
Έτσι ξεκινήσαμε στις 30 Ιουνίου και διαπιστώσαμε ότι δε μπορούσαμε να τραβάμε ταυτόχρονα και τα δύο έλκηθρα. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά να τραβάμε ένα τη φορά και να γυρνάμε πίσω για να τραβήξουμε το άλλο. Αυτό συνήθως γινόταν την ημέρα όταν το μόνο που φοβόταν κανείς ήταν οι ξαφνικές θύελλες που μπορούσαν να εξαφανίσουν τα χνάρια μας στο χιόνι. Στο σκοτάδι τα πράγματα ήταν λίγο πιο περίπλοκα. Από τις 23:00 μέχρι τις 15:00 υπήρχε αρκετό φως για να διακρίνουμε τα βαθουλώματα που έκαναν οι μπότες μας στο χιόνι, τραβούσαμε το πρώτο έλκηθρο, ακολουθούσαμε τα βήματά πίσω και φέρναμε μετά και το δεύτερο. Ο Μπάουερς συνήθιζε να βγάζει και να βάζει τα μποντριέ μας όταν αλλάζαμε έλκηθρα. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς κάναμε τρία χιλιόμετρα για κάθε ένα που πηγαίναμε μπροστά. Ακόμη κι έτσι το τράβηγμα ήταν πολύ δύσκολο. Όταν γευματίσαμε η θερμοκρασία ήταν 52 βαθμοί κελσίου. Μετά το φαγητό ακόμη και εκείνο το λιγοστό φως δεν υπήρχε πια και συνεχίζαμε με ένα αναμμένο κερί γυρνώντας πίσω για να βρούμε το δεύτερο έλκηθρο. Ήταν πολύ περίεργη σκηνή, τρεις παγωμένοι άνθρωποι μέσα σε μία λίμνη από αχνό φως. Γενικά προσανατολιζόμασταν με βάση τη θέση του Δία και ακόμη και τώρα όποτε τον βλέπω τον ευγνωμονώ για τη βοήθειά του εκείνες τις μέρες.
Ήμασταν πολύ σιωπηλοί, δεν ήταν πολύ εύκολο να μιλάμε. Αλλά έτσι κι αλλιώς το τράβηγμα των έλκηθρων είναι μία δουλειά στην οποία δε χωράνε πολλά λόγια. Θυμάμαι είχαμε μία μακρά κουβέντα για τα κύματα ψύχους ήταν αυτή η φυσιολογική κατάσταση του φράγματος ή ήταν απλά ένα κύμα ψύχους; Τι συνιστά ένα κύμα ψύχους; Η συζήτηση κράτησε περίπου μία εβδομάδα. Κάνε τα όλα αργά, πάντα αργά, αυτός ήταν ο πυλώνας της φιλοσοφίας του Ουίλσον. Και κάθε λίγο και λιγάκι η ίδια ερώτηση: Να συνεχίσουμε; Η απάντηση ήταν αντίστοιχα η ίδια: Ναι. “Νομίζω ότι όσο έχουμε όρεξη, είμαστε καλά,” έλεγε ο Μπιλ. Πάντα υπομονετικός, ψύχραιμος, ατάραχος, ήταν ο μόνος άνθρωπος στη γη ο οποίος πιστεύω ότι θα μπορούσε να ηγηθεί μίας τέτοιας αποστολής.
Εκείνη την ημέρα διανύσαμε συνολικά δεκαέξι χιλιόμετρα για να προχωρήσουμε κάτι περισσότερο από πέντε. Η θερμοκρασία ήταν 54 όταν κατασκηνώσαμε και ήμασταν παγωμένοι σε όλο μας το σώμα. Ήταν η τελευταία βραδιά που ξάπλωνα (ξάπλωνα, όχι κοιμήθηκα, γιατί ο ύπνος ήταν δύσκολο πράγμα) μέσα στο υπνόσακό μου από γούνα τάρανδου, χωρίς το εσωτερικό στρώμα από χνούδι πάπιας. Για μένα ήταν μία πολύ κακή βραδιά. Μία σειρά από σπασμούς που δεν μπορούσα να σταματήσω τάραζαν το σώμα για πολλά λεπτά. Ένιωθα την πλάτη μου ότι θα έσπαγε, τόσο έντονοι ήταν. Όταν έχει κρύο λέει τα δόντια χτυπούν το ένα το άλλο κροταλίζοντας. Όταν το σώμα σου τραντάζεται, τότε έχει πραγματικά κρύο. Μία φορά είχα την ατυχία να δω τους σπασμούς ενός ασθενή που είχε τέτανο. Μόνο με κάτι τέτοιο μπορώ να το συγκρίνω. Ένα από τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών μου είχε πάθει κρυοπάγημα, αλλά δεν ξέρω για πόσο διάστημα ήταν έτσι. Ο Ουίλσον ήταν σχετικά καλά στο μικρό υπνόσακο και ο Μπάουερς ροχάλιζε δυνατά. Η ελάχιστη θερμοκρασία εκείνο το βράδυ ήταν 56 κάτω από το έλκηθρο και ξεπερνούσε τους 59 πάνω στο έλκηθρο. Αυτό ισοδυναμούσε με εκατόν επτά βαθμούς παγετού17
Την 1η Ιουλίου συνεχίσαμε στο ίδιο μοτίβο, αλλά διαπιστώσαμε ότι το τράβηγμα ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Από εκείνο το διάστημα και έπειτα, ο Ουίλσον, εγώ και πολύ λιγότερο ο Μπάουερς, είχαμε την εμπειρία μίας περίεργης ψευδαίσθησης όταν γυρνούσαμε πίσω για το δεύτερο έλκηθρο. Όπως είπα και πιο πάνω, βρίσκαμε το δρόμο με τη βοήθεια του κεριού, πατώντας πάνω στα χνάρια μας. Οι πατημασιές δε μας φαίνονταν κατηφορικές αλλά ανηφορικές. Σαν να ανεβαίναμε έναν μικρό λόφο με αποτέλεσμα να σηκώνουμε τα πόδια μας περισσότερο απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν. Αφού καταλάβαμε ότι ήταν παιχνίδι του μυαλού προσπαθούσαμε να διαπεράσουμε τους φανταστικούς εκείνους λόφους. Αλλά τελικά υποκύπταμε μέρα με την ημέρα στην ψευδαίσθηση και συνειδητοποιήσαμε ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί της, διότι δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Μας είχε νικήσει.
Εκείνες τις ημέρες οι φουσκάλες στα δάχτυλά μου με πονούσαν πολύ. Πολύ πριν τα χέρια μου πάθουν κρυοπαγήματα ή οτιδήποτε άλλο εκτός από το να είναι κρύα το οποίο ήταν απόλυτα φυσικό το υγρό που είχε εγκλωβιστεί μέσα στις φουσκάλες είχε παγώσει. Το να χειρίζομαι τα μαγειρικά σκεύη ή τους σάκους φαγητού ήταν ένα μαρτύριο. Το άναμμα του καμινέτου ήταν το χειρότερο. Και όταν μία μέρα κατάφερα να τρυπήσω έξι, επτά φουσκάλες μετά το φαγητό και άφησα το υγρό να τρέξει, η ανακούφιση ήταν πολύ μεγάλη. Κάθε βράδυ μετά από αυτό έκανα την ίδια διαδικασία μέχρι που όλες οι φουσκάλες σταδιάκά εξαφανίστηκαν. Μερικές φορές μου ήταν πολύ δύσκολο να μην ουρλιάξω από τον πόνο.
Ήθελα πραγματικά να ουρλιάξω, αλλά αντί αυτού ακολουθούσα μία ρουτίνα που επαναλάμβανα διαρκώς. Θυμάμαι ότι μου ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη όταν στο τέλος της καθημερινής πορείας όπου τα πόδια μου είχαν πάθει κρυοπαγήματα, η καρδιά μου χτυπούσε αργά, η ζωτικότητά μου ήταν στο ναδίρ και το σώμα μου μαρμαρωμένο από το κρύο, συνήθιζα να παίρνω το φτυάρι και να ρίχνω χιόνι στο εξωτερικό της σκηνής για να την προστατέψω από τον αέρα όσο προσπαθούσαν να ανάψουν το καμινέτο. “Θα τιμωρηθείς κάρφωσέ το κάρφωσέ το θα τιμωρηθείς,” ήταν το ρεφρέν. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο το μοτίβο αυτό με εμψύχωνε και χρειαζόμουν κάθε ψήγμα βοήθειας που θα μπορούσα να έχω. “Κάρφωσέ το Κάρφωσέ το,” ξανά και μετά το ρεφρέν: “Θα τιμωρηθείς…”.
Μία από τις χαρές που έχεις όταν τραβάς το έλκηθρο το καλοκαίρι είναι ότι μπορείς να αφήνεις το μυαλό σου να ταξιδεύει χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά για βδομάδες ολόκληρες. Ο Όουτς φρόντιζε και γέμιζε προμήθειες το γιότ του (ονειρευόταν ρέγκες με πίκλες) ενώ εγώ επινόησα μία περιστρεφόμενη βιβλιοθήκη όπου δεχόταν όχι μόνο βιβλία αλλά αποξηραμένο κρέας, μπισκότα και κακάο. Στην κορυφή της είχε θέση και για το καμινέτο. Φανταζόμουν τη στιγμή που θα γυρνούσαμε πίσω και θα πήγαινα σε εστιατόρια, θέατρα, θα κυνηγούσαμε πέρδικες...και σκεφτόμουν ότι θα έβρισκα ένα όμορφο κορίτσι, ή κορίτσια και...Αλλά όλα αυτά τώρα ήταν αδύνατα. Οι συνθήκες που βρισκόμασταν, οι καταστάσεις που βιώναμε δεν μας επέτρεπαν να σκεφτούμε τίποτα άλλο. Δεν είχαμε περιθώριο να αναβάλουμε καμία δουλειά για να ονειροπολήσουμε, έστω και λίγο. Αρνιόμουν να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί στο παρελθόν ή στο μέλλον. Έπρεπε να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος στη δουλειά που είχα να κάνω εκείνη τη στιγμή και να αναγκάζω τον εαυτό μου να την εκτελεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αν παρασυρόσουν σε άλλες σκέψεις…
Εκείνη την ημέρα ταλαιπωρηθήκαμε από έναν απαίσιο άνεμο που μαστίγωνε τα πρόσωπά μας. Η θερμοκρασία ήταν λίγο πάνω από 54. Σε τέτοιες θερμοκρασίες οι επιπτώσεις από έναν, έστω και ασθενικό, άνεμο είναι φρικιαστικές. Οποιοδήποτε εκτεθειμένο μέρος παγώνει αμέσως. Ευτυχώς είχαμε τυλίξει γύρω από τις μπαλακλάβες μας, μπροστά από τη μύτη μας, μία αντιανεμική στρώση επενδεδυμένη με γούνα. Η ανάσα μας κατέβαινε προς τα κάτω και πάγωνε χαμηλά στο πρόσωπό μας που από μόνο του αποτελούσε ένα στρώμα προστασίας. Για τις συνθήκες εκείνες, αυτή η λύση ήταν αρκετά άνετη. Ο πάγος δεν προλάβαινε να ακουμπήσει το δέρμα, αφού η ανάσα μας συναντούσε πρώτα τις τρίχες από τα γένια μας. Αμέσως πάγωνε και προστάτευε την επιδερμίδα από τον άνεμο. Ήταν πολύ καλύτερο έτσι απ’ότι να ήταν εκτεθειμένο, μέχρι να βγάλουμε τις μπαλακλάβες μας και να ρουφήξουμε την πηχτή μας σούπα από αποξηραμένο κρέας και μπισκότα. Εκείνη την ημέρα κάναμε μόνο τρεισήμισι χιλιόμετρα και μας πήρε οκτώ ώρες.
Τη νύχτα φυσούσε με 3 μποφόρ και χιόνιζε ελαφρώς. Πολύ κακές συνθήκες αλλά ευτυχώς ο άνεμος σύντομα εξασθένισε μέχρι να ξεκινήσουμε την επόμενη μέρα (2 Ιουλίου). Η θερμοκρασία είχε ανέβει στους 51 και συνέχισε έτσι μέχρι το απόγευμα όπου πάλι έπεσε. Στις 16:00 είδαμε ομίχλη να σχηματίζεται πάνα από τη χερσόνησο στα αριστερά μας και παρατηρήσαμε ότι ο πάγος στα γούνινα γάντια μας άρχισε να λειώνει ενώ το περίγραμμα του τοπίου όπως φωτίζονταν από τα αστέρια άρχισε να γίνεται δυσδιάκριτο. Κάναμε τέσσερα χιλιόμετρα με τη συνηθισμένη ρουτίνα και κατασκηνώσαμε στις 20:00 στους 54. Ήταν μία πολύ κακή πορεία και τα πόδια ήταν και τα δύο παγωμένα. Μετά το φαγητό τρύπησα έξι-επτά από τις πιο μεγάλες μου φουσκάλες. Η ανακούφιση ήταν μεγάλη.
Έχω γνωρίσει ανθρώπους που λένε “Έχουμε ζήσει στους 45 στον Καναδά. Δεν ήταν και τίποτα,” ή “Είχε κάτω από 50 στη Σιβηρία που ήμουν”. Μετά μαθαίνεις ότι φορούσαν στεγνά, ζεστά ρούχα, το βράδυ κοιμόντουσαν σε άνετα κρεβάτια, σε δωμάτια με καλό αερισμό και βγήκαν για μία ολιγόλεπτη βόλτα από μία ζεστή καλύβα, ή από ένα θερμαινόμενο τραίνο. Και τα θυμούνται αυτά σαν μία αξιομνημόνευτη εμπειρία. Μάλιστα! Αυτή η εμπειρία μπορεί να συγκριθεί με το να τρως ένα παγωτό βανίλια περιχυμένο με κρέμα ζεστής σοκολάτας μετά από ένα πλούσιο γεύμα στο Claridge. Στη δική μας κατάσταση όμως, θεωρούσαμε πια τους 45 ως μία πολυτέλεια που συνήθως δεν είχαμε.
Εκείνο το απόγευμα, για πρώτη φορά, δεν χρειάστηκε ν’ ανάψουμε το κερί αφού το φως του φεγγαριού αρκούσε. Ξεκινήσαμε πριν εμφανιστεί και μας χάρισε το λιγοστό του φως. Συχνά πυκνά τα σύννεφα το κάλυπταν, αλλά σε μία περίπτωση μας έσωσε από βέβαιο θάνατο. Ήταν λίγο αργότερα όταν περνούσαμε ανάμεσα από διαδοχικές σχισμές στον πάγο, με το όρος Τέρορ προς τα αριστερά μας, που ωστόσο δεν το βλέπαμε ούτε τις συσσωρευμένες μάζες πάγου υπό πίεση στα δεξιά μας. Προχωρούσαμε στα τυφλά, ωστόσο καταλαβαίναμε ότι κατηφορίζαμε αφού το έκληθρο σχεδόν ακουμπούσε τα πόδια σε κάθε τράβηγμα. Δεν είχε φως καθόλου, αφού τα σύννεφα κάλυπταν εξ’ ολοκλήρου το φεγγάρι. Ξαφνικά ένα μικρό κενό εμφανίστηκε ανάμεσα στα σύννεφα επιτρέποντας στο φως να ξεφύγει και να φωτίσει μία μικρή περιοχή μπροστά μας. Και τότε το είδαμε. Τρία βήματα ακόμη και θα περνούσαμε πάνω από μία παγωμένη επιφάνεια τόσο λεπτή όσο είναι ένα κομμάτι γυαλί, που κάλυπτε μία μεγάλη σχισμή. Ήταν αδύνατο να άντεχε το βάρος όλων. Θα βρισκόμασταν πάνω της χωρίς να το καταλάβουμε, ο πάγος θα έσπαγε και θα μας κατάπινε με το έλκηθρο να ακολουθεί πάνω από τα κεφάλια μας. Μετά από αυτό το περιστατικό σκέφτηκα ότι υπήρχε μία πιθανότητα να τα καταφέρουμε. Ο Θεός ήταν τόσο μοχθηρός έτσι ώστε να παρατείνει κι άλλο το μαρτύριό μας.
Για την ώρα όμως δε ανησυχούσαμε για σχισμές. Δεν είχαμε φτάσει ακόμη στο όριο του μεγάλου κινούμενου φράγματος που έκρυβε πίσω του εκατοντάδες χιλιόμετρα από πάγο. Η τρομερή πίεση έφτανε μέχρι τις πλαγιές του όρους Τέρορ το οποίο ξεπερνούσε τα τρεις χιλιάδες μέτρα σε ύψος. Για την ώρα τα πόδια μας ακόμη βουλιάζανε στο αμμώδες χιόνι που βρισκόταν στην απάνεμη μεριά του βουνού. Η διαδρομή έμοιαζε να μην έχει τελειωμό και με δεδομένο ότι το χιόνι είχε τη θερμοκρασία του αέρα, τα πόδια μας, όπως και το υπόλοιπο σώμα μας κρύωνε όσο προχωρούσαμε. Σε φυσιολογικές συνθήκες, ζεσταίνεσαι μετά από ένα τέταρτο όπου τραβάς το έλκηθρο. Εδώ συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Ακόμη και τώρα συλλαμβάνω τον εαυτό μου να χτυπάω τα δάχτυλα του ενός ποδιού μου στη φτέρνα του άλλου. Αυτό ήταν ένα συνήθειο που απέκτησα στις αμέτρητες στάσεις που κάναμε. Ήταν μία φορά όμως που δεν ακολούθησα τη συνήθειά μου.
Είχαμε ξαπλώσει κάτω και χαζεύαμε τον ουρανό, όπου σύμφωνα με τα όσα είπαν οι υπόλοιποι, λαμποκοπούσε το πιο υπέροχο βόρειο σέλας που είχαν δει ποτέ τους. Εγώ φυσικά δεν το είδα λόγω της μυωπίας μου. Το κρύο δεν μου επέτρεπε να τα φοράω. Το βόρειο σέλας συνέχιζε να πέφτει μπροστά μας καθώς είχαμε ανατολική πορεία. Ήταν πιο όμορφο απ’ ότι είχαν μέχρι τώρα μεταφέρει οι προηγούμενες αποστολές στο ακρωτήρι Μακ Μέρντο, όπου το όρος Έρεβος έκρυβε τις πιο φανταχτερές του εμφανίσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού εκείνη την ώρα ήταν καλυμένο από αιωρούμενες κουρτίνες που χόρευαν σχηματίζοντας ένα γιγαντιαίο στρόβιλο: κίτρινο του λεμονιού, πράσινο και πορτοκαλί.
Η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν στους 54. Κατά τη διάρκεια της 3ης Ιουλίου κυμάνθηκε μεταξύ 47 και 50. Προχωρήσαμε άλλα τρεισίμισι χιλιόμετρα. Είχα σίγουρο πια στο μυαλό μου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φτάναμε στους πιγκουίνους. Είμαι βέβαιος ότι ο Μπιλ ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση εκείνες τις βραδιές, αν και μπορεί να ήταν μόνο η εντύπωσή μου γιατί δε διαμαρτυρόταν. Γνωρίζαμε ότι κοιμόμασταν, αφού ακούγαμε ο ένας τον άλλον να ροχαλίζει και ενώ είχαμε όνειρα και εφιάλτες, δεν είχαμε αίσθηση ότι τους είχαμε. Πλέον όποτε κάναμε μία παύση από το τράβηγμα, μας έπαιρνε ο ύπνος όρθιους.
Η κατάσταση των υπνόσακων χειροτέρευε και γινόταν όλο και πιο δύσκολο να εξατμιστεί η παγωμένη υγρασία το βράδυ. Ο Μπιλ κοιμόταν στη μέση, ο Μπάουερς στη δεξιά μεριά κι εγώ στην αριστερή. Επέμενε πάντα ν’αρχίσω να μπαίνω πρώτα εγώ μέσα πριν εκείνος ξεκινήσει. Ήταν πολύ ανιδιοτελές αυτό από μέρους του, αφού μετά το ζεστό μας γεύμα νιώθαμε την θερμοκρασία να πέφτει πολύ γρήγορα. Ακολούθησαν επτά ώρες με τρέμουλα και το πρώτο πράγμα που κάναμε όταν σηκωθήκαμε το πρωί ήταν να βάλουμε τον προσωπικό μας εξοπλισμό στο στόμιο του υπνόσακου πριν παγώσει. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούσαμε ένα άνοιγμα που θα μας βοηθούσε να μπούμε μέσα του ξανά το απόγευμα.
Μέσα στον περιορισμένο χώρο της σκηνής, με τους υπνόσακους παγωμένους, αναγκαζόμασταν να παίρνουμε περίεργες στάσεις για να καταφέρουμε να μπούμε μέσα τους. Πολλές φορές παθαίναμε κράμπες που πονούσαν φρικτά. Περιμέναμε τρίβωντας τα μέλη μας και πάνω που νομίζαμε ότι ήμασταν καλά, επανερχόντουσαν ακόμη πιο αδυσώπητες. Ο Μπάουερς ιδιαίτερα, αλλά και εμείς, υποφέραμε από κράμπες στην κοιλιά. Αφήναμε το καμινέτο να κάψει κι άλλο μετά το φαγητό. Ήταν το μόνο που μας κρατούσε κάπως και όταν σε έναν από εμάς του έφυγε από το χέρι, το πιάσαμε γρήγορα μέχρι να του περάσουν οι σπασμοί. Ήταν απαίσιο θέαμα να βλέπεις να πιάνει κράμπα τον Μπέρντι μερικές φορές. Τον χτυπούσαν πολύ πιο βίαια από εμάς. Εγώ υπέφερα από καούρες, ιδιαίτερα τα βράδια, μέσα στον υπνόσακο. Τρώγαμε αρκετό λίπος και μάλλον αυτός ήταν ο λόγος. Από βλακεία μου δεν το είχα πει σε κανέναν για αρκετό διάστημα. Όταν αργότερα το έμαθε ο Μπιλ, με βοήθησε πολύ χρησιμοποιώντας το κουτί πρώτων βοηθειών.
O Μπέρντι πάντα άναβε το κερί το ας το πούμε πρωί. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Αν κοιτούσε κανείς προσεκτικά τα σπίρτα, φαινόταν η υγρασία που μάζευε πάνω τους. Υποθέτω ότι έφταιγε το γεγονός ότι τα φέρναμε από έξω που είχε περισσότερο κρύο απ’ότι μέσα στη σκηνή ή το ότι τα βάζαμε στις τσέπες μας. Μερικές φορές χρειαζόταν να δοκιμάσουμε τέσσερα ή πέντε κουτιά για να ανάψει ένα κερί. Η θερμοκρασία ήταν 56 βαθμούς και το παραμικρό άγγιγμα του μέταλλου στο δέρμα έκανε αυτόματα κρυοπάγημα. Εάν φορούσαμε τα γούνινα γάντια μας δεν είχαμε καθόλου αίσθηση της αφής, ειδικότερα τώρα που τα ακροδάχτυλά μας είχαν ξεραθεί από το κρύο. Το άναμα της πρώτης φλογίτσας κάθε μέρα μέσα στο κρύο ήταν μία πολύ δύσκολη δουλειά ενώ δεν είμασταν σίγουροι αν όντως ήταν πρωί και αν έπρεπε να σηκωθούμε. Ο Μπιλ επέμενε ότι έπρεπε να μένουμε στον υπνόσακο κάθε βράδυ ένα επτάωρο.
Οι άνθρωποι πίσω στον πολιτισμό έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους διότι υπάρχει ελάχιστη διάθεση να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Όλοι βιάζονται μέσα στην καθημερινότητά τους και αποκρύπτουν τον πραγματικό τους εαυτό. Δεν είναι ακριβώς έτσι στο νότο. Ετούτοι οι δύο άνδρες πραγματοποίησαν το χειμερινό ταξίδι και έζησαν. Αποτόλμησαν το ταξίδι στους πόλους και πέθαναν. Ήταν άνθρωποι υπομονετικοί, ταπεινοί, έτοιμοι να προσφέρουν. Ήταν καθαρό χρυσάφι. Δεν μπορούν τα λόγια να εκφράσουν τι σπουδαίο πράγμα ήταν να βρίσκεται κανείς στη συντροφιά τους.
Όλες εκείνες τις μέρες και τις επόμενες που ακολούθησαν, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες που συνάντησε ποτέ άνθρωπος, δεν βλαστήμησαν ούτε αγανάκτησαν ούτε μία φορά. Όταν αργότερα ήμασταν σίγουροι, όσο μπορεί να είναι σίγουρος κάποιος, ότι πρέπει να πεθάνουμε, ήταν χαρούμενοι, όσο μπορώ να κρίνω από το γεγονός ότι ήταν ευδιάθετοι και τραγουδούσαν. Ούτε ποτέ έδειξαν σημάδια πανικού, πάντοτε γρήγοροι στις αντιδράσεις τους όταν το απαιτούσαν οι συνθήκες. Είναι πραγματικά σκληρό να χάνονται τέτοιοι άνθρωποι, ενώ άλλοι πολύ λιγότερο άξιοι να παραμένουν.
Υπάρχουν κάποιοι που γράφουν για αποστολές στους πόλους της γης σαν να ήταν κάτι εύκολο. Θέλουν να είναι πιστοί φαντάζομαι στο κοινό τους που λέει: “Τι φοβερός άνθρωπος! Πόσες κακουχίες πέρασε, όμως πόσο ταπεινός είναι, με τι σθένος αντιμετώπισε τις δυσκολίες”. Άλλοι βρίσκονται στον αντίποδα. Αντί για 28 βαθμούς θα πουν 50 βαθμούς παγετού μόνο και μόνο για να κάνουν εντύπωση. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να ανήκω ούτε στη Δεν θα προσποιηθώ ότι αυτό το ταξίδι ήταν τίποτα λιγότερο από μία φρικτή εμπειρίαμία ούτε στην άλλη κατηγορία. Δεν θα προσποιηθώ ότι αυτό το ταξίδι ήταν τίποτα λιγότερο από μία φρικτή εμπειρία. Ο μόνος λόγος που μετά βίας ήταν υποφερτό και που μου έχει αφήσει μία ευχάριστη ανάμνηση, ήταν η ποιότητα των δύο συντρόφων μου που δε ζούνε πια. Από την άλλη θέλω να μεταφέρω την εμπειρία μου όπως τη βίωσα. Δεν έχω σκοπό να παραπλανήσω τον αναγνώστη με υπερβολές μόνο και μόνο για να φανεί η αποστολή πιο δύσκολη απ’ότι ήταν.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας στις 3 Ιουλίου η θερμοκρασία έπεσε στους 54, αλλά το πρωί ξυπνήσαμε (πραγματικά ξυπνήσαμε διότι καταφέραμε να κοιμηθούμε!) με μεγάλη ανακούφιση. Η θερμοκρασία ήταν μόλις 33. Φυσούσε ένα αεράκι στα τρία μποφόρ ενώ έπεφτε σταθερά χιόνι. Κράτησε μόνο λίγες ώρες και γνωρίζαμε ότι εκτός αυτής της ήρεμης περιοχής θα έπρεπε να υπάρχει χιονοθύελλα. Ωστόσο καλοδεχτήκαμε αυτές τις συνθήκες που μας έδωσαν τη δυνατότητα να ξεκουραστούμε και να απολαύσουμε την ζέστη μέσα στη σκηνή. Τα πάντα ήταν βρεγμένα αφού έλιωνε ο πάγος από τους υπνόσακους και τα ρούχα μας. Για μένα αυτή η χιονοθύελλα που μας τριγύριζε ήταν μεγάλη ανακούφιση, αν και ξέραμε ότι ο εξοπλισμός θα ήταν σε χειρότερη κατάσταση όταν η θερμοκρασία έπεφτε ξανά. Ήταν σχεδόν αδύνατο να προχωρήσουμε. Κατά τη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία έπεσε στους 42 ενώ τη νύχτα στους 48.
Το φρέσκο μαλακό χιόνι έκανε την επιφάνεια πάνω στην οποία έπρεπε να προχωρήσουμε σχεδόν αδιάβατη. Ακολουθήσαμε την κλασσική μας ρουτίνα και καταφέραμε να τραβήξουμε τα έλκηθρα για οκτώ ώρες. Καταφέραμε να κάνουμε μετά βίας δυόμισι χιλιόμετρα. Η θερμοκρασία κυμαινόταν μεταξύ 48 και 52 και κάποια στιγμή φύσηξε ένας ψυχρός αέρας που παρέλυσε τα πάντα. Ένα μεγάλο φωτοστέφανο κύκλωνε το φεγγάρι ενώ μία αχτίδα πεταγόταν ψηλά ανάμεσα σε ψευδή ομοιόματά του, αντανακλάσεις του ίδιου του φεγγαριού.
Ελπίζαμε ότι θα φτάναμε στις παρυφές του όρους Τέρορ. Η θερμοκρασία εκείνο το βράδυ 59, την ώρα του πρωινού 57 και το απόγευμα είχε ξεπεράσει τους 60. Εκείνη η μέρα ζει στη μνήμη μου διότι μου φάνηκε μάταιο να κρατάμε αρχείο. Η θερμοκρασία όπως την κατέγραψε ο Μπάουερς μετά το μεσημεριανό στις 5:51 μμ ήταν 60.8 που είναι το πιο πολύ κρύο που θα μπορούσε κανείς να αντέξει στο σκοτάδι και με παγωμένα ρούχα και εξοπλισμό. Η χαμηλότερη θερμοκρασία που είχε καταγράψει το Ντισκάβερι στην ανοιξιάτικη αποστολή ήταν 55 βαθμοί και βρίσκονταν έξω για δεκατέσσερις μέρες. Αλλά οι μέρες είχαν φως. Εμείς βρισκόμασταν στο σκοτάδι, διανύαμε τη δέκατη μέρα και είχαμε μπροστά μας άλλες πέντε εβδομάδες.
Τουλάχιστον δε φυσούσε. Το γυμνό κερί παρέμενε αναμμένο όσο βαδίζαμε με κόπο πάνω στα ίχνη μας, για να επιστρέψουμε στο έλκηθρο που είχαμε αφήσει πίσω μας. Ωστόσο αν κατά λάθος αγγίζαμε οποιαδήποτε μεταλλική επιφάνεια, ακόμη και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου, αυτόματα το δέρμα μας πάθαινε κρυπάγημα. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να σφίξουμε τους ιμάντες πάνω από τα έλκηθρα. Όχι όμως τόσο δύσκολο όσο το να χρησιμοποιούμε την κατσαρόλα, τις κούπες, τα κουτάλια ή το καμινέτο. Απορώ πώς ο Μπάουερς κατάφερνε να χειρίζεται τα μετεωρολογικά όργανα. Δεν του ξέφυγε κανένα δεδομένο, κατέγραφε τα πάντα. Αν έκανες το λάθος να εκπνεύσεις κοντά στην επιφάνεια του χαρτιού, δημιουργείτο αμέσως ένα λεπτό φιλμ από πάγο που δε μπορούσε να διαπεράσει το μολύβι. Τα σχοινιά είναι μία τραγική υπόθεση που γινόταν ακόμη πιο αβάσταχτη σε αυτές τις θερμοκρασίες. Το λύσε δέσε των μποντριέ μας, το μάζεμα των υπνόσακων, η τοποθέτηση και η λειτουργία του καμινέτου και το χειρότερο το άνοιξε κλείσε των σάκων φαγητού με τα μικρά λουριά τους που ήταν συνέχεια σαν παγωμένα καλαμάκια, ήταν όλες τους τρομερά δύσκολες εργασίες. Από τις χειρότερες δουλειές ήταν το δέσιμο των λουριών στην πόρτα του αντίσκηνου. Ήταν σαν καλώδια και ωστόσο έπρεπε να τα δένουμε καλά. Αν έπρεπε να βγεις από τη σκηνή κατά το διάστημα των επτά ωρών, έπρεπε να δέσεις ένα λουρί σκληρό σαν λοστός, και μετά να καταφέρεις να μπεις μέσα στον υπνόσακό σου που είχε στο μεταξύ γίνει άκαμπτος σαν να είναι φτιαγμένος από ξύλο. Η παραφίνη μας, που ήταν κατάλληλη για τέτοιες θερμοκρασίες και είχε γίνει παχύρρευστη. Ήταν πολύ δυσκολο να ζεστάνεις και να κόψεις ένα κομμάτι βούτυρο.
Η θερμοκρασία εκείνο το βράδυ ήταν 60 και δεν θα υπαινιχθώ ότι ο Δάντης δεν είχε δίκιο όταν τοποθέτησε τον τελευταίο κύκλο του στον πάγο, κάτω από τους κύκλους της φωτιάς. Ωστόσο κάποιες φορές καταφέρναμε να κοιμηθούμε και πάντα μέναμε ξαπλωμένοι για επτά ώρες. Ο Μπιλ μας ρωτούσε ξανά και ξανά αν θέλαμε να γυρίζαμε πίσω αλλά πάντοτε απαντούσαμε αρνητικά. Η αλήθεια είναι ότι δε θα ήθελα τίποτα περισσότερο. Ήμουν σίγουρος ότι το να φτάναμε στο ακρωτήρι Κρόζιερ ήταν αδύνατο, καθαρή τρέλα. Εκείνη την ημέρα είχαμε προχωρήσει οκτακόσια μέτρα με τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια και τη συνηθισμένη μας ρουτίνα. Το ακρωτήρι Κρόζιερ απείχε εκατόν οκτώ χιλιόμετρα από το ακρωτήρι Έβανς…
Δεν ήταν λίγες οι φορές στη σύντομη ζωή μου που εντυπωσιάστηκα από την αξία ενός ανθρώπου που αδυνατεί να λειτουργήσει με την κοινή λογική. Καταφέρνει το ακατόρθωτο. Ποτέ δεν λέγαμε τι σκεφτόμασταν πραγματικά. Συζητούσαμε για την “νεολιθική εποχή” που επρόκειτο να έρθει και θα χτίζαμε το πέτρινο καταφύγιό μας στις πλαγιές του όρους Τέρορ. Θα λειτουργούσαμε το φουρνάκι μας με άφθονο λίπος πιγκουίνου και στο ζεστό καλύβι μας θα φτιάχναμε τουρσί με το γευστικό τους κρέας. Ήμασταν έξυπνοι άνθρωποι. Γνωρίζαμε ότι στην πραγματικότητα δεν θα τα καταφέρναμε. Ήταν εκτός λογικής αυτό που κάναμε. Ποτέ δε θα βλέπαμε τους πιγκουίνους. Ωστόσο με περίσσια επιμονή, συντροφικότητα και ταπεινότητα οι δύο εκείνοι άντρες προχωρούσαν. Εγώ απλά ακολουθούσα εντολές.
Είναι πολύ σημαντικό το σώμα να λειτουργεί, να θρέφεται και να ξεκουράζεται μέσω του ύπνου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πολλές φορές αυτό δεν είναι εύκολο να το τηρείς όταν τραβάς επί ώρες ένα έλκηθρο. Είχαμε πλέον συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούμε να χωρέσουμε οκτώ ώρες τράβηγμα και επτά ώρες στους υπνόσακους μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Η κατασκήνωση απαιτούσε καθημερινά πάνω από εννιά ώρες, τέτοιες ήταν οι συνθήκες. Σταματήσαμε λοιπόν να ξεχωρίζουμε την ημέρα και τη νύχτα με βάση το εικοσιτετράωρο, αφού έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε διαφορά. Αυτά συνέβησαν στις 7 Ιουλίου. Η θερμοκρασία ήταν 56 και τα πάντα γύρω μας είχαν καλυφθεί από μία λευκή ομίχλη. Δεν είχαμε ιδέα που βρισκόμασταν και κατά τις 10 το πρωί κατασκηνώσαμε αφού είχαμε κάνει κάτι λιγότερο από τρία χιλιόμετρα. Αλλά τι ανακούφιση που νιώθαμε! Οι καρδιές μας χτυπούσαν πιο φυσιολογικά. Ήταν πιο εύκολο να κατασκηνώσουμε, είχαμε αρχίσει να νιώθουμε τα χέρια και τα πόδια μας όταν πηγαίναμε για ύπνο. Ο Μπέρντυ έβγαλε το θερμόμετρο: 48! “ “Τώρα αν λέγαμε ότι 87 βαθμοί παγετού ήταν μία τεράστια ανανούφιση κανείς δεν θα το πίστευε,” θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει. Έτσι είναι, πιθανότατα δεν θα το πιστεύατε. Εκείνο το βράδυ έγραψα: “Τελικά βγαίνει και κάτι καλό όταν κάνεις κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ”. Τα πράγματα έδειχναν να καλυτερεύουν.
Οι καρδιές μας δούλευαν υπερωρίες. Στο τέλος της ημέρας πριν κατασκηνώσουμε, έδειχναν εμφανή σημάδια κόπωσης αφού χτυπούσαν αργά και αδύναμα. Με δυσκολία κυκλοφορούσε το αίμα μέχρι τα άκρα μας. Υπήρχαν και κάποιες μέρες όπου δεν παθαίναμε κρυοπαγήματα στα χέρια και στα στα πόδια,
αλλά συνήθως δεν ήμασταν τόσο τυχεροί. Το μόνο που μπορούσε να τα επαναφέρει ήταν ένα ζεστό ρόφημα. Τσάι στο μεσημεριανό, ζεστό νερό στο δείπνο. Με τις πρώτες γουλιές ζωήρευαν! Όπως έλεγε ο Ουίλσον, ήταν σαν να έβαζες ένα ζεστό μπουκάλι νερό πάνω στην καρδιά σου. Οι χτύποι δυνάμωναν και ένιωθες το ζεστό αίμα να κυκλοφορεί σε όλο σου το σώμα. Έπειτα βγάζαμε τις μπότες μας και όλο τον εξοπλισμό μας. Τον επίδεσμο κνήμης (που τον είχαμε κόψει στη μέση και τυλίγαμε το κάτω μέρος του παντελονιού), το γούνινο κάλυμα των παπουτσιών, το σπαθόχορτο που το χρησιμοποιούσαμε για μόνωση, τις κάλτσες από τρίχα και τα δύο ζευγάρια μάλλινες κάλτσες. Μετά περιποιούμασταν τα πόδια μας και νομίζαμε ότι όλα ήταν καλά. Όμως ένα κρυοπάγημα αρχίζει να πονάει όταν η κυκλοφορία του αίματος επανέρχεται. Μετά σχηματίζονταν οι φουσκάλες στη συνέχεια το δέρμα ξεραινόταν μέχρι που έφευγαν κομμάτια από νεκρό δέρμα.
Ο Μπιλ ήταν ανήσυχος. Απ’ότι κατάλαβα ο Σκοτ τον είχε συμβουλέψει δύο φορές να μην πραγματοποιήσει το ταξίδι και προσπάθησε να τον πείσει για αυτό. Συμφώνησε μόνο με τον όρο να μας φέρει όλους πίσω σώους και αβλαβείς. Άλλωστε ήμασταν γερή κράση. Σκληραγωγημένοι εξερευνητές της Ανταρκτικής. Ο Μπιλ έτρεφε απεριόριστο σεβασμό στον Σκοτ και όταν αργότερα ήμασταν έτοιμοι να περάσουμε το φράγμα για να γυρίσουμε, επέμενε να μην αφήσουμε τίποτα πίσω, ακόμη και επιστημονικό εξοπλισμό τον οποίο δε χρειαζόμασταν ή μπορούσαμε να τον αντικαταστήσουμε στο καταφύγιο Κρόζιερ. “Ο Σκοτ δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ αν αφήσω πίσω εξοπλισμό,” έλεγε. Γενικά αυτός είναι ένας κανόνας που πρέπει να τηρεί μία ομάδα. Δεν είναι η καλύτερη ιδέα να παρατάς εξοπλισμό που ενδεχομένως να τον χρειαστείς εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι καλός κανόνας αλλά εύκολα μπορεί κανείς να το παρακάνει.
Και τώρα ο Μπιλ ένιωθε μεγάλη ευθύνη και για τους δύο μας. Συνεχώς μας ζητούσε συγγνώμη, ποτέ δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο δύσκολες οι συνθήκες. Αισθανόταν υπεύθυνος για το γεγονός ότι μας τράβηξε σε αυτή την περιπέτεια. Όταν οι ηγέτες αισθάνονται έτσι για τους άνδρες τους έχουν καλύτερα αποτελέσματα όταν οι άντρες είναι από καλή πάστα. Όταν όμως ισχύει το αντίθετο, τότε τον εκμεταλλεύονται αφού αντιλαμβάνονται αυτή τη συμπεριφορά ως αδυναμία. Η θερμοκρασία το βράδυ της 7ης Ιουλίου ήταν 51 βαθμοί.
Στις 8 Ιουλίου είχαμε το πρώτο σημάδι ότι ξεφεύγαμε σιγά σιγά από το μαλακό σαν πούδρα χιόνι. Μέχρι στιγμής το τράβηγμα ήταν ασύλληπτα δύσκολο, αλλά πλέον συναντούσαμε και κάποια κομμάτια από λεπτό μεν, αλλά σκληρό στρώμα που έσπαγε για να βυθιστεί το πέδιλό μας ξανά στο μαλακό χιόνι. Αυτό σήμαινε ότι φυσούσε αέρας στην περιοχή αυτή και μικρά κομμάτια σκληρού πάγου κάτω από την πούδρα άρχισαν να εμφανίζονται πάνω στα οποία γλιστρούσαμε. Μία πυκνή ομίχλη μας είχε περικυκλώσει και έμοιαζε να κινείται μαζί μας, σαν να μας περιεργαζόταν ενώ το φεγγάρι αντιφέγγιζε στην οροφή της. Η προσπάθεια να μείνουμε στην πορεία μας ήταν τόσο δύσκολη όσο και αυτή που χρειαζόταν για να τραβάμε τα έλκηθρα. Μετά από τέσσερεις ώρες είχαμε καταφέρει μόνο δύο χιλιόμετρα και μετά από τρεις ώρες ακόμη κάτι περισσότερο από ενάμισι χιλιόμετρο ενώ η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 49 με ένα ελαφρύ αεράκι να μας βασανίζει.
Το επόμενο πρωί άρχισε η χιονόπτωση η οποία σε συνδυασμό με μία πυκνή ομίχλη περιόρισε την ορατότητα στο μηδέν. Δε μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Μετά από τις συνηθισμένες τέσσρεις ώρες που χρειαζόμασταν για να μαζέψουμε, συμφωνήσαμε να μην αφήσουμε το δεύτερο έλκηθρο πίσω, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να το βρούμε υπό αυτές τις συνθήκες. Με μεγάλη ανακούφιση όμως διαπιστώσαμε ότι πλέον ήταν δυνατό να τραβάμε και τα δύο έλκηθρα ταυτόχρονα. Πιστεύω ότι την αλλαγή αυτή την οφείλαμε στην αύξηση της θερμοκρασίας που είχε ανέβει στους 38.
Ήταν η τέταρτη συνεχόμενη μέρα ομίχλης και γνωρίζαμε ότι λογικά θα φτάναμε κοντά στην ξηρά. Ήταν η περιοχή του Τέρορ και η ομίχλη πιθανότατα την προκαλούσε ο ζεστός αέρας, φορτωμένος υγρασία που ερχόταν από τη θάλασσα διαμέσου των ρηγμάτων και των σχισμών στον πάγο διότι το φράγμα εδώ υποτίθεται ότι βρίσκεται πάνω στη θάλασσα.
Μακάρι να μπορούσα να σας πάρω μαζί μου στο μεγάλο και τρανό παγωμένο φράγμα κάποιο απόγευμα όπου ο ήλιος βουτάει στη μέση της νύχτας και αφήνει φθινοπωρινές πινελιές στο νησί Ρος. Μετά από μία καλή πορεία χωρίς προβλήματα όπου ρίχνεις μία τελευταία ματιά έξω πριν κοιμηθείς. Το στομάχι γεμάτο από αποξηραμένο κρέας γεμάτο από λαχταριστό λίπος με την σκηνή να μυρίζει αρωματικό ταμπάκο, το δέρμα να ανακουφίζεται στην αίσθηση της μαλακιάς γούνας ενώ ο ύπνος έρχεται να σε πάρει στη ζεστή αγκαλιά του. Και όλα τα πιο όμορφα χρώματα που έχει απλώσει ο Θεός στη γη τα συναντάει κανείς στο χιόνι. Στο όρος Έρεβος στα δυτικά, όπου ο αέρας μετά βίας καταφέρνει να κουνήσει λίγο τον ηφαιστειακό καπνό που δεσπόζει από πάνω του και στο όρος Τέρορ ανατολικά όχι τόσο ψηλό αλλά πιο ήπιο στη μορφή του. Πόσο ήρεμα και ειρηνικά είναι όλα.
Αυτές θα ήταν οι προσλαμβάνουσες που θα είχατε αν βρισκόσασταν στις πεδιάδες του φράγματος πριν τέσσερεις μήνες. Στα ανατολικά θα βλέπατε μία βράχινη μαύρη κηλίδα να ξεχωρίζει πάνω από τους πάγους. Ήταν ο λεγόμενος Λόφος, πίσω από τον οποίο κρύβονταν οι απότομες πλαγιές του ακρωτηρίου Κρόζιερ. Παρόλο που ο Λόφος ήταν χαμηλός οι αφιλόξενες πλαγιές δεν φαίνονταν από εκείνο το σημείο. Διακόσια σαράντα πέντε μέτρα ψηλές, ένας κάθετος κατήφορος που έφτανε μέχρι τη θάλασσα.
Στο ακρωτήρι Κρόζιερ είναι που βρίσκεται το σύνορο του φράγματος. Εκτείνεται για εξακόσια πενήντα χιλιόμετρα και έχει ύψος πάνω από εξήντα μέτρα. Ένας γκρεμός από πάγο που κινείται με ταχύτητα κοντά στο ενάμισι χιλιόμετρο το χρόνο. Μπορείτε να καταλάβετε το χάος που προκαλεί μία τέτοια ασφυκτική πίεση. Σχηματίζονται ρήγματα και ράχες που κάνουν τα κύματα της θάλασσας να μοιάζουν με οργωμένο χωράφι. Υπάρχουν χειρότερα μέρη από το ακρωτήρι Κρόζιερ. Εκτείνονται στις νότιες πλαγιές του όρους Τέρορ, παράλληλα με την ξηρά. Η αναταραχή που δημιουργείται στο ακρωτήρι είναι εμφανής στην κατασκήνωση Κόρνερ κάπου εξήντα πέντε χιλιόμετρα μακριά από το φράγμα, τις σχισμές του οποίου συναντούσαμε και παρακάμπταμε από τις διπλανές τους ράχες.
Στην αποστολή του Ντισκάβερι η πίεση που συσσωρευόταν στο ακρωτήρι σχημάτιζε ένα μικρό κόλπο. Πάνω στην παγωμένη θάλασσα του κόλπου, το πλήρωμα του Ντισκάβερι βρήκε τη μοναδική φωλιά αυτοκρατορικών πιγκουίνων που είχε δει ποτέ μάτι ανθρώπου. Ο πάγος εκεί δεν παρασυρόταν από τις χιονοθύελλες που σάρωναν τη θάλασσα του Ρος και η ανοιχτή θάλασσα δε βρισκόταν πολύ μακρυά. Αυτό έδινε ένα μέρος για τους πιγκουίνους να γεννήσουν τα αυγά τους και την ευκαιρία να βρουν φαγητό. Έπρεπε λοιπόν να βρούμε ένα τρόπο να περάσουμε από το Λόφο και να διασχίσουμε την πίεση του φράγματος για να βρεθούμε στις φωλιές τους. Και όλο αυτό έπρεπε να το κάνουμε στο σκοτάδι…
Το σημείο Τέρορ το οποίο προσεγγίζαμε μέσα στην ομίχλη, είναι τριάντα δύο χιλιόμετρα από το Λόφο και καταλήγει σε μία γλώσσα από χιόνι πάνω στο φράγμα. Το δρόμο αυτό είχαν ακολουθήσει πολλές φορές οι άντρες του Ντισκάβερι στο φως της ημέρας. Ο Ουίλσον γνώριζε ότι υπήρχε ένα στενό πέρασμα, χωρίς ρήγματα. Περιτριγυριζόταν από το βουνό και από παγωμένες ράχες που είχαν σχηματιστεί από την τρομακτική πίεση του φράγματος. Αλλά άλλο πράγμα είναι να περπατάς σε ένα διάδρομο την ημέρα και άλλο πράγμα να προσπαθείς να το καταφέρεις στο σκοτάδι, ειδικά όταν δεν υπάρχουν τοίχοι δεξιά κι αριστερά αλλά βαθιά, απότομα ρήγματα. Όπως και να’ χει μπροστά μας δεν είχαμε ούτε το φράγμα ούτε βουνό, αλλά μόνο μία λωρίδα από χιόνι, άρα το σημείο Τέρορ έπρεπε να βρίσκεται κοντά. Επομένως δεν είχαμε άλλη επιλογή από το συνεχίσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.
Είχαμε αρχίσει να εξετάζουμε, τώρα που τα μάτια μας δε μας ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα, πόσο πολύ μπορούσαν να μας βοηθήσουν τα πόδια μας και τ’ αυτιά μας. Η αίσθηση όταν περπατάς με γούνινες μπότες είναι η αντίστοιχη με αυτή που έχεις όταν φοράς γάντια αλλά νιώθεις το έδαφος σαν να ήσουν ξυπόλητος. Έτσι λοιπόν μπορούσαμε να αισθανθούμε κάθε διαταραχή στη χιονισμένη επιφάνεια, κάθε κρούστα που έσπαγε, κάθε σκληρό στρώμα πάγου κάτω από το μαλακό χιόνι. Κάθε μέρα που περνούσε στηριζόμασταν όλο και περισσότερο στον ήχο των βημάτων μας για να καταλαβαίνουμε αν πατούσαμε πάνω σε στέρεο έδαφος ή σε ρήγματα. Από εκείνες τις ημέρες κι έπειτα το έδαφος ήταν σχεδόν παντού ρηγματωμένο. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της ημέρας τα σιχαίνομαι τα ρήγματα. Όταν έχει φως μπορείς να κάνεις πολλά για να τα αποφύγεις κι ακόμη και αν πέσεις μέσα, τουλάχιστον μπορείς να δεις την έκτασή τους, αν είσαι κοντά στις άκρες τους και να βρεις τον καλύτερο τρόπο για να ανέβεις ξανά στην επιφάνεια, ενώ τα ρούχα μας δεν ήταν ακριβώς και τα πιο άνετα ρούχα στον κόσμο για να ελίσσεσαι σε τέτοιες συνθήκες. Στο φως μπορούν να δουν οι σύντροφοί σου πώς μπορούν να ακινητοποιήσουν το έλκηθρο, πόσο βαθιά έχεις πέσει μέσα και να σε βοηθήσουν να σκαρφαλώσεις έξω.
Εμείς όμως ήμασταν στο σκοτάδι! Ακόμη και κάτω από τις ιδανικότερες συνθήκες, με καλό φως, ζέστη και άπνοια τα ρήγματα στον πάγο είναι τερατώδη. Είτε τραβάς ένα έλκηθρο απροβλημάτιστα στην ευθεία, είτε τρέχεις να πιάσεις το αλπικό σχοινί για να βοηθήσεις κάποιον που χάθηκε μέσα στο ρήγμα, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς κι εσύ μέσα σε ένα από αυτά τα χάσματα. Κάποιες φορές ακόμη ονειρεύομαι τις κακές ημέρες που περάσαμε στο Μπίερντμορ και αλλού, όπου οι άντρες βρισκόντουσαν ξαφνικά με τους ιμάντες τους τεντωμένους να κρέμονται στον αέρα μέσα σε βαθιά ρήγματα πολλές φορές ακόμη και μέσα στην ίδια ώρα. Στο ίδιο έλκηθρο που ήμουν δεμένος κι εγώ, ένας έπεσε μία φορά με το κεφάλι μέσα σε ένα τέτοιο ρήγμα, κι άλλες οκτώ φορές μέσα σε εικοσιπέντε λεπτά. Ξαφνικά βρισκόσουν στο κενό κι όμως πάντα προλάβαινες να σκεφτείς αν οι ιμάντες θα κρατούσαν ή θα χανόσουν για πάντα μέσα στα έγκατά του. Αλλά εκείνες οι μέρες ήταν παιχνιδάκι μπροστά στις δικές μας μέρες που πορευόμασταν στα τυφλά, στα λημέρια των αυτοκρατορικών πιγκουίνων ανάμεσα στα ρήγματα του ακρωτηρίου Κρόζιερ.
Η κατάσταση των ρούχων μας δεν διευκόλυνε την κατάσταση. Αν ήμασταν ντυμένοι με ρούχα από μολύβι, θα μπορούσαμε πιο εύκολα να κουνάμε τα χέρια και τους λαιμούς απ’ ότι μπορούσαμε τώρα. Αν τα παντελόνια μας ήταν τόσο παγωμένα όσο και τα πουλόβερ μας δεν θα μπορούσαμε να περπατήσουμε. Ευτυχώς όμως το ύφασμά στον κάβαλό μας παρέμενε εύκαμπτο και έτσι μας έδινε τη δυνατότητα να κινούμαστε. Το να φορέσουμε τα μποντριέ μας ήταν μία φρικτή δουλειά. Τις πρώτες μέρες του ταξιδιού που συναντήσαμε αυτή τη δυσκολία, από χαζομάρα δεν βγάζαμε τα μποντριέ μας όταν τρώγαμε. Έτσι ο πάγος υγροποιούνταν και αυτά μαλακώναν. Με το που βγαίναμε όμως έξω πάγωναν αμέσως, γινόντουσαν σαν ξύλινα στο σχήμα που είχαν εκείνη τη στιγμή. Το ίδιο συνέβαινε με τα ρούχα μας τα οποία πάγωναν και αυτά σχηματίζοντας παράξενες γωνίες και πτυχώσεις. Για να ντυθεί κάποιος χρειαζόταν η βοήθεια των άλλων δύο. Η διαδικασία αυτή γινόταν για τον κάθε έναν από εμάς δύο φορές την ημέρα. Πραγματικά δε θυμάμαι πόση ώρα μας έπαιρνε αλλά νομίζω ότι κάθε ένας χρειαζόταν τουλάχιστον πέντε λεπτά ελαφρά χτυπήματα με τις γροθιές μας γύρω του για να μπορέσει να φορέσει τα ρούχα και τον εξοπλισμό του.
Καθώς πλησιάζαμε εν μέσω ομίχλης στην περιοχή Τέρορ, συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ανέβει και κατέβει αρκετές φορές. Συχνά πυκνά αισθανόμασταν την παρουσία παγωμένου, γλιστερού χιονιού κάτω από τα πόδια μας ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που το σκληρό στρώμα υποχωρούσε και έσπαγε. Και ξαφνικά νιώσαμε μία παρουσία. Ήταν κάτι ασαφές αλλά τερατώδες. Θυμάμαι ότι νιώθαμε σαν φαντάσματα καθώς λύναμε τους ιμάντες με τους οποίους τραβούσαμε το έλκηθρο, τους δέναμε μεταξύ τους σχηματίζοντας μία σχοινοσυντροφιά18 και ανηφορίζαμε κατά μήκος της παγωμένης επιφάνειας. Το φως του φεγγαριού άφηνε να φανεί μέσα από την ομίχλη μία φοβερά τραχιά βουνοπλαγιά ακριβώς από πάνω μας. Βρισκόμασταν πάνω σε μία κορυφογραμμή που σχηματιζόταν από τις τρομερές πιέσεις που ασκούνταν στα παγωμένα της σωθικά. Σταματήσαμε και κοιταχτήκαμε και τότε ΜΠΑΜ, ακριβώς κάτω από τα πόδια μας. Κι έπειτα κι άλλοι κρότοι, τριγμοί και βογκητά. Σε ετούτο το σημείο ο πάγος βρισκόταν σε κίνηση και έσπαγε σαν γυαλί. Οι ρωγμές μας περιτριγύριζαν και μερικές εκτείνονται για εκατοντάδες μέτρα.
Αργότερα το συνηθίσαμε, αλλά στην αρχή όλο αυτό ήταν αρκετά τρομακτικό. Από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία οι δύσκολες συνθήκες μας έδιναν μία μεγάλη ποικιλία με αποτέλεσμα να ξεφεύγουμε από τη ρουτίνα του συνεχούς, μονότονου τραβήγματος των έλκηθρων όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Μόνο οι βραδιές όπου τρέμαμε από το κρύο μέσα στους υπνόσακους ήταν μονότονες. Ώρες ατελείωτες, κάθε βραδιά ίδια με την προηγούμενη. Φρικτή μονοτονία. Αργότερα παθαίναμε κρυοπαγήματα μέσα στους υπνόσακκους. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο τα πράγματα δε μπορούν να γίνουν χειρότερα...
Συνεχίζεται...
Σημείωση του μεταφραστή
Οι μετρήσεις θερμοκρασίας στο χειμερινό ταξίδι πραγματοποιήθηκαν στην κλίμακα Φαρενάιτ. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα δεν είναι διαδεδομένη αυτή η κλίμακα, για τις ανάγκες της μετάφρασης, έχω μετατρέψει όλες τις μετρήσεις στην κλίμακα Κελσίου. Αντίστοιχα έχω χρησιμοποιήσει το μετρικό σύστημα μετατρέποντας όλες τις τιμές που υπάρχουν στο κείμενο στις ισοδύναμές τους (π.χ. γιάρδες σε μέτρα, μίλια σε χιλιόμετρα, λίβρες σε κιλά).
Όσον αφορά τις ονομασίες τόπων και γεωλογικών σχηματισμών, μετέφρασα την ηχητική τους εκφορά στην ελληνική γλώσσα. Για παράδειγμα το όρος “Terror”, μεταφράστηκε ως “Τέρορ” και όχι “Τρόμος”. Η αποστολή “Discovery” μεταφράστηκε ως “Ντισκάβερι” κ.ο.κ.
1. Ηλιοστάσιο του Ιουνίου (Θερινό ηλιοστάσιο για το βόρειο ημισφαίριο, χειμερινό για το νότιο.)
2. Η ανατολική ομάδα αργότερα ονομάστηκε Βόρεια ομάδα. Στις 9 Φεβρουαρίου 1911 ταξίδεψαν με πλοίο προς τον βορρά και έφτασαν μέχρι το καταφύγιο στον κόλπο Ρόμπερτσον. Σκοπός την αποστολής ήταν η αναζήτηση διαδρομών προς τον πόλο καθώς και ένα πλήθος επιστημονικών εργασιών.
3. Apsley Cherry Garrard Ο συγγραφέας του βιβλίου.
4. Καμβάς από αδιάβροχο υλικό με πατέντα του 1868 από την εταιρεία Willesden Paper & Canvas Works Ltd.
5. Hut Point, στο ακρωτήριο Hut Point όπου κατασκεύασε το καταφύγιό του ο Σκοτ στην αποστολή του 1901 1904.
6. Μπάουερς. Του είχαν δώσει το παρατσούκλι “Μπέρντι” λόγω του σχήματος της μύτης του.
7. Recapitulation theory που έχει πια εγκαταλειφθεί ως λανθασμένη.
8. Η παγωμένη θάλασσα του Ρος είναι το μεγαλύτερο, παγωμένο κομμάτι θάλασσας στην Ανταρκτική. Εκτείνεται σε μία απόσταση εξακοσίων χιλιομέτρων και εξέχει από τη θάλασσα από δεκαπέντε έως πενήντα μέτρα. Ωστόσο 90% του πάγου βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας.
9. Ένα ακρωτήρι που μοιάζει με τουρμπάνι ανατολικάνοτιανατολικά του ακρωτηρίου Έβανς.
10. Ειδική ορειβατική ζώνη με υποδοχές για να δένουν πάνω της ιμάντες.
11. Το καλοκαίρι (Δεκέμβρης Ιανουάριος Φεβρουάριος).
12. Φυσικό σύνορο από εκατοντάδες χιλιόμετρα πάγου υπό πίεση.
13. Castle Rock. Ένας μεγάλος απόκρημνος βράχος που εξέχει από τους πάγους. Ανακαλύφθηκε και ονομάστηκε από τον Σκοτ στην αποστολή του 19011904.
14. Pemnican. Αποξηραμένο κρέας. Επινοήθηκε πρώτα από τους αυτόχθονες κατοίκους της Αμερικής. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από εξερευνητές της Ανταρκτικής όπως ο Σκοτ, ο Σάκλετον και ο Αμούντσεν λόγω της υψηλής του περιεκτικότητας σε πρωτείνη και σε λίπος.
15. Ζακέτα χειμερινής ορειβασίας.
16 Terror Point.
17 Μονάδα μέτρησης της θερμοκρασίας του αέρα. Χρησιμοποιήθηκε την περίοδο της εξερεύνησης της Ανταρκτικής στις αρχές του εικοστού αιώνα.
18 Το σχοινί που δένει μαζί δύο ή περισσότερους ορειβάτες.